ξέθαμμα

ξέθαμμα
το [ξεθάβω]
1. εκταφή
2. μτφ. ανακάλυψη και εμφάνιση λησμονημένων ή κρυμμένων πραγμάτων ή γεγονότων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ξέθαμμα — το, ατος εκταφή, ξεθάψιμο, αποκάλυψη, φανέρωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκταφή — η 1. εξαγωγή νεκρού ή τών οστών του από τον τάφο, ξεθάψιμο, ξέθαμμα 2. εξαγωγή πράγματος χωμένου στη γη, εκσκαφή, ξέχωμα …   Dictionary of Greek

  • ξεθαμός — ο [ξεθάβω] ξέθαμμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”